- ανέπακτος
- ἀνέπακτος, -ον (AM) [επάγω]μσν.(για έτος ή μήνα) αυτός που δεν έχει «ἐπακτάς, ἐμβόλιμους ἡμέρας», ώστε να επέρχεται εξίσωση μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτουςαρχ.εκείνος που δεν μπορεί να επανέλθει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.